- προμοσχεύω
- Α [μοσχεύω]φυτεύω κλαδί ή παραφυάδα για να βγάλει ρίζες ώστε να μπορεί να μεταφυτευθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμοσχευόμενον — προμοσχεύω plant out pres part mp masc acc sg προμοσχεύω plant out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμοσχεύειν — προμοσχεύω plant out pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμοσχεύοντες — προμοσχεύω plant out pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμόσχευσις — εύσεως, ἡ, Α [προμοσχεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προμοσχεύω* … Dictionary of Greek